- εκκρεμής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή1. ο κρεμασμένος από κάποιο σημείο, ο μετέωρος.2. μτφ., που γι' αυτόν δεν πάρθηκε οριστική απόφαση, που δε δόθηκε σ' αυτόν οριστική λύση, που ακόμη εκκρεμεί, αβέβαιος: Εκκρεμής δικαστική υπόθεση.3. το ουδ. ως ουσ., εκκρεμές (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.